- πληρούντως
- Αεπίρρ. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < πληρῶν, -οῦντος, μτχ. τού πληρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πληρούντως — completely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)